γκέλα

γκέλα
η
1. (στο τάβλι) η περίπτωση κατά την οποία ο ένας παίκτης φέρνει στα ζάρια αριθμούς αντίστοιχους προς θέσεις που κατέχονται από τα πούλια τού αντιπάλου
2. γενικά η αποτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως που εισήχθη στην Ελληνική μέσω τής τουρκικής λ. gela].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”